- ἐπίφρουρον
- ἐπίφρουροςkeeping watch overmasc/fem acc sgἐπίφρουροςkeeping watch overneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίφρουρος — ἐπίφρουρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί πάνω από κάποιον, από ψηλά, ο επικείμενος («ξίφος δ’ ἐμῆς θυγατρὸς ἐπίφρουρον δέρῃ», Ευρ.) … Dictionary of Greek